Share |

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

π. Β. ΘΕΡΜΟΣ - Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ 19/02/2011



Ο χρήστης ΨΥΧΗΣ Δρομοι πρόσθεσε 2 νέες φωτογραφίες.
Η παρουσίαση του βιβλίου του π. Βασιλείου Θερμού
"Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ" (VIDEO)http://www.armosbooks.gr/videos.php/news_id/342#newsid342
Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011, στο βιβλιοπωλείο του Αρμού (Μαυροκορδάτου 11, Αθήνα), εισηγητές: π. Σπυρίδων Βασιλάκος,
Νατάσα Κεσμέτη, Δημήτρης Κυριαζής.
Φωτογραφία του χρήστη ΨΥΧΗΣ Δρομοι.
Φωτογραφία του χρήστη ΨΥΧΗΣ Δρομοι.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Καθηγητής Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης-Χρόνος και Εκκλησία

Χρόνος και Εκκλησία [Β΄ μέρος]

3 Σεπτεμβρίου 2014
Ο εσχατολογικός χαρακτήρας της Εκκλησίας αποκαλύπτεται ιδιαίτερα στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Η τέλεση του μυστηρίου αυτού είναι η κεντρική και η κατεξοχήν εσχατολογική πράξη της Εκκλησίας. Είναι η Λειτουργία της. Αυτή συγκροτεί την τέλεια κοινωνία, που υπερβάλλει τις διαιρέσεις του χώρου και του χρόνου και φανερώνει στον κόσμο τη βασιλεία του Θεού. Η μετοχή στη Θεία Ευχαριστία είναι κοινωνία με το Χριστό. Είναι μετοχή στην αιώνια ζωή του [12]. Είναι είσοδος στη βασιλεία του. Αυτά δεν παρουσιάζονται μεταφορικά, αλλά συντελούνται πραγματικά και προσφέρονται βιωματικά στα μέλη της Εκκλησίας. Η χριστιανική ζωή έχει εμπειρικό χαρακτήρα. Και το περιεχόμενο της εμπειρίας αυτής είναι η παρουσία της βασιλείας του Θεού. Αυτήν προϋποθέτει, προς αυτήν κατευθύνεται και από αυτήν τρέφεται η ζωή των πιστών μέσα στην Εκκλησία.
roloi ekklisia1
Η μετοχή στη βασιλεία του Θεού διενεργεί υπέρβαση του χρόνου. Όπως και η παρουσία της βασιλείας του Θεού στον κόσμο καταργεί τις διαιρέσεις του χρόνου. Η Λειτουργία της Εκκλησίας, η Θεία Ευχαριστία που είναι και ο αρραβώνας της βασιλείας του Θεού, ανατρέπει κάθε έννοια χρονικής ακολουθίας. Είναι το δείπνο, στο οποίο προσφέρει ο Χριστός το σώμα και το αίμα του πριν από τη Σταύρωσή του, και το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί μετά την Ανάστασή του.
Η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι μια συμβατική ή επιμέρους κοινωνική ομάδα, αλλά κοινωνία καθολική. Και είναι καθολική, γιατί εκτείνεται όχι μόνο «πανταχού της οικουμένης» αλλά και «πανταχού των χρόνων» [13]. Ακόμα η Εκκλησία υποδηλώνει μέσα στον κόσμοό την αιωνιότητα και κατευθύνει τον κόσμο προς αυτήν. Οι θεσμοί της Εκκλησίας, παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, μεταφέρουν το νου του ανθρώπου «από των παρόντων επί τα μέλλοντα». Έτσι, συνεχίζει ο ίδιος ιεράρχης, με κάθε γονυκλισία και ανόρθωση ο πιστός μαρτυρεί έμπρακτα «ότι διά της αμαρτίας εις ην κατερρύημεν, και δια της φιλανθρωπίας του κτίσαντος ημάς εις ουρανούς ανεκλήθημεν» [14].
Η απλή και εκφραστική αυτή εκδήλωση της γονυκλισίας δίνει στο Μ. Βασίλειο την αφορμή να μνημονεύσει τις νέες διαστάσεις, μέσα στις οποίες εκδιπλώνεται η ζωή του πιστού. Με την αποδοχή της φιλανθρωπίας του Θεού (ως δυνάμεως που ανυψώνει από τη γη στον ουρανό, διαπιστώνει ο άνθρωπος νέους προσανατολισμούς μέσα στον ευθύγραμμο χρόνο της Ιστορίας. Η αιωνιότητα συνδέεται με τη χρονικότητα. ‘Έτσι κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή στον ευθύγραμμο χρόνο προσλαμβάνει απεριόριστη ευρύτητα και απύθμενο βάρος. Γίνεται δοχείο της αίωνιότητας και προσφέρεται ως δυνατότητα κοινωνίας του πεπερασμένου με το υπερβατικό. Το αιώνιο γίνεται μεθεκτό μέσα στο χρόνο. Και ο χρόνος δεν περιορίζεται σε μια φευγαλέα και μη αντιστρεπτή ροή, αλλά η κάθε στιγμή του παρέχει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ενταχθεί στην άπειρη αγάπη του αιώνιου Θεού.
Η Εκκλησία δεν υποτάσσεται στο χρόνο, αλλά οδηγεί από το χρόνο στην αιωνιότητα. Ως σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως η Εκκλησία εισάγει τον κόσμο στη βασιλεία του Θεού. Αλλά και πάλι ως σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως η Εκκλησία φανερώνει μέσα στον κόσμο τη βασιλεία του Θεού. ‘Ο κόσμος και η βασιλεία του Θεού συνδέονται και συνυφαίνονται, δημιουργώντας έτσι την εσχατολογική περίοδο της παρουσίας της Εκκλησίας. Ο χρόνος της Ιστορίας γίνεται «χώρος» εντάξεως στην αιωνιότητα.
Η υπέρβαση του κόσμου πραγματοποιείται εν Χριστώ μέσα στην Εκκλησία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος [15]. Η Εκκλησία δεν καταλύεται μαζί με τον κόσμο. Το τέλος του κόσμου, που θα είναι και το τέλος του χρόνου, δεν θ’ αποτελέσει και τέλος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία οδηγεί στη βασιλεία του Θεού. Και όπως η φανέρωση της βασιλείας του Θεού δεν γίνεται δια μιας, αλλά κλιμακώνεται, έτσι και το τέλος του κόσμου δεν έρχεται δια μιας, αλλά παρουσιάζεται ως προανάκρουσμα και ως ολοκλήρωση. Προανάκρουσμα του τέλους ήταν η καταστροφή των Ιεροσολύμων και ολοκλήρωσή του θα είναι η τελική καταστροφή.
Αναφερόμενος ο Χριστός στη συντέλεια του κόσμου συνδέει την καταστροφή των Ιεροσολύμων με την καταστροφή του κόσμου και καταλήγει με τη διαβεβαίωση: «Αμήν λέγω υμίν, ου μη παρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται. Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν» [16]. Η καταστροφή των Ιεροσολύμων πραγματοποιήθηκε, πριν παρέλθει η γενιά προς την όποία μίλησε ο Χριστός. Και η τελική καταστροφή θα πραγματοποιηθεί, πριν παρέλθει η γενιά των Χριστιανών [17].
Το τέλος του κόσμου, όπως και η αρχή του, δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε κάποια χρονική στιγμή. Η αρχή και το τέλος του κόσμου νοούνται από τον άνθρωπο μόνο σε σχέση με τη συμβατική τους θέση μέσα στο χρόνο. Έτσι, χωρίς να συνιστούν υποκειμενικά φαινόμενα, συνδέονται αναπόφευκτα με την υποκειμενική θέση του ανθρώπου μέσα στην Ιστορία και είναι απροσπέλαστα ως θελήματα του Θεού. Σωστότερα λοιπόν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε όχι για το τέλος του κόσμου, αλλά για το μυστήριο του τέλους του κόσμου, που θα είναι και μυστήριο του τέλους του χρόνου, όπως οφείλουμε να μιλούμε και για το μυστήριο της αρχής του κόσμου, που είναι και μυστήριο της αρχής του χρόνου.
Πριν από το χρόνο, όπως και μετά το χρόνο, υπάρχει η υπέρχρονη αιωνιότητα και η αϊδιότητα [18]. Ο χρόνος αποκτά νόημα, γιατί συνδέεται με την αιωνιότητα και την αϊδιότητα. Γίνεται πραγματική Ιστορία, γιατί ενώνεται με την εσχατολογία [19]. Η Ιστορία δεν έχει νόημα χωρίς κάποιο τέλος. Και το τέλος της Ιστορίας μετά την έλευση του Χριστού υπάρχει σε κάθε στιγμή της. Έτσι το νόημα της Ιστορίας για την ‘Εκκλησία βρίσκεται στο απεριόριστο βάθος κάθε στιγμής της και όχι στις εξωτερικές εναλλαγές της χρονικής ροής. Το μήκος του χρόνου και της Ιστορίας αποκτά αξία με την αξιοποίηση του βάθους τους. Και το βάθος του χρόνου και της Ιστορίας προσφέρει τη μόνη ουσιαστική δικαίωση του μήκους τους.
Ο περιορισμός του χρόνου σε μονοδιάστατη κίνηση οδηγεί αναπόφευκτα στη διάψευση και την απογοήτευση. Η Ιστορία των πολιτισμών είναι Ιστορία διαψεύσεων. Και ο λεγόμενος χριστιανικός πολιτισμός, ως ανθρώπινη δημιουργία στον ευθύγραμμο Ιστορικό χρόνο, έχει την ίδια απόληξη. ‘Εκείνο όμως που προσφέρει η ‘Εκκλησία είναι η διέξοδος από το κοσμικό αδιέξοδο. Είναι η μετάβαση από την άσκοπη χρονική ροή και περιδίνηση στην πληρότητα της θείας αγάπης και ζωής.
‘Ο κοσμικός χώρος και ο κοσμικός χρόνος συνδέονται με την απάτη του κόσμου. Μετατρέπονται όμως σε θετικούς παράγοντες, όταν χρησιμοποιούνται ως αφορμές για την ένταξη στην αλήθεια της αιώνιας ζωής. Η παρούσα ζωή, παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, είναι στην πραγματικότητα θάνατος. Άλλη είναι η ζωή στην οποία καλεί τον άνθρωπο ο Χριστός [20]. Είναι η ζωή που δεν υπόκειται στην απάτη του κόσμου και τη διάψευση του θανάτου. Είναι η ζωή που μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον τοποθετεί πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες και προοπτικές. Είναι η ζωή της βασιλείας του Θεού, που φανερώνεται μέσα στην ‘Εκκλησία του Χριστού και προσφέρεται στον άνθρωπο εδώ και τώρα.
‘Ο Χριστιανός καλείται να χρησιμοποιεί σωστά το χρόνο του και να τον επενδύει στην προοπτική της αιώνιας ζωής [21]. Η σχετικότητα και η ανωμαλία της παρούσας ζωής δεν αποτελούν αρνητικές καταστάσεις η απλά επεισόδια, αλλά δυνατότητες για τη μετάθεση εκ «των δρωμένων και σαλευομένων επί τα εστώτα και μη κινούμενα» [22]. Στην προοπτική αυτή όλα βρίσκουν τη θέση και τη δικαίωσή τους. Τίποτε δεν εγκαταλείπεται. Τίποτε δεν παραθεωρείται. Τίποτε δεν αντιμετωπίζεται ως συμπτωματικό. ‘Ο Θεός είναι ο Κύριος του κόσμου και της Ιστορίας, ο Παντεπόπτης και Παντοκράτωρ. Η χαρά και ο πόνος, η επιτυχία και η αποτυχία, η πρόοδος και η καταστροφή δεν αλληλοαφανίζονται, αλλά προσφέρονται ως μέσα για την ολοκλήρωση του ανθρώπου· για την καθολική καταξίωση της ζωής του, που πραγματοποιείται στην Εκκλησία.
Η Εκκλησία δεν αποστρέφεται το χρόνο, αλλά φανερώνεται μέσα στο χρόνο. Λε λυπάται γι’ αυτό που έφυγε, ούτε αγωνιά γι’ αυτό που έρχεται. Το κλείσιμο της μέρας που περνάει γίνεται απαρχή της μέρας που έρχεται. Κάθε Εσπερινός εισάγει στην καινούργια μέρα. Κι ενώ ο άνθρωπος μπορεί να στενοχωρείται γι’ αυτό που έχασε ή να χαίρεται γι’ αυτό που περιμένει, ενώ μπορεί να λυπάται για το παρελθόν και να φοβάται για το μέλλον, η Εκκλησία τον καλεί σταθερά και αδιατάρακτα σε μια πορεία εμπιστευμένη στα χέρια του Θεού. Αυτού που είναι ο Κύριος του χρόνου και της Ιστορίας, ο ΙΙαντοκράτωρ.

12. Βλ. Ιω. 6, 33-7.
13. Ιω. Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις ψαλμόν 144,4, ΡG 469-70.
14.Περί Αγίου Πνεύματος 27,66, ΡG32,192C.
15. Πρβλ. “Ελθέτω χάρις και παρελθέτω ο κόσμος ούτος”.
16. Ματθ. 24,34-5.
17. Για την ερμηνεία της λέξεως «γενεά» ως γενεάς των Χριστιανών βλ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Μστθαίον 77, ΡG 58, 502.
18. «Ην τις πρεσβυτέρα της του κόσμου γενέσεως κατάστασις ταις υπερκοσμίοις δυνάμεσι πρέπουσα, η υπερχρόνιος, η αιωνία, η αΐδιος». Μ. Βασιλείου, Εις Εξαήμερον 1,5,ΡG 29,13Α,
19. Πρβλ. O. Clement, Transfigurer le temps. Notes sur letemps a la lumiere de la tradition orthodoxe, Neuchatel 1959, σ. 130.
20. Ομιλία εις Ψαλμόν 33,9,PG 29,373A.

21. Βλ. Εφ. 5,16. Κολ. 4,5.
22. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 7,19,ΡG 35,780Β.
ΠΗΓΗ

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Μ.Μεσογαίας Νικόλαος:«ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ - Το υψηλότερο σημείο της γης»-απόσπασμα

http://www.greekpress.gr/religion-gr/ekklisia/item/10833-m-mesogaias-nikolaos-agion-oros-to-ypsilotero-simeio-tis-gis.

Μ.Μεσογαίας Νικόλαος:«ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ - Το υψηλότερο σημείο της γης»-απόσπασμα
Μια περιγραφή κάποιας συνάντησης με έναν άνθρωπο της «άλλης» λογικής, ως επίλογος αυτής της μεταξύ μας συνάντησης, ίσως αποτελεί τον καλύτερο πρόλογο για τη συνάντηση με το Θεό:
«Ήδη η ώρα περνούσε και έπρεπε να πάμε και στον π. Ηρωδίωνα· έναν ρουμάνο που ή ήταν σαλός διά Χριστόν ή δεν ήταν άνθρωπος. Σε δέκα λεπτά φθάσαμε στον… σκουπιδότοπό του. Ο ήλιος είχε ήδη δύσει. Σ’ ένα ερείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντούμε ένα νέο ήρωα. Ογδόντα δύο ετών, όρθιος στο κούφωμα μιας πόρτας… χωρίς πόρτα. Τα πόδια του κρατούσαν κόντρα στο ένα της δοκάρι. Η μέση του ακουμπούσε στο άλλο. Τα χέρια του στηρίζονταν στο πρώτο. Ώρες ολόκληρες περνούσε έτσι. Ο ίδιος δίχως ζωστικό. Μια μάλλινη φανέλα κι ένα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν το εξαγιασμένο σώμα του. Η καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δεν έβλεπες δάπεδο.

Ένα στρώμα από κονσέρβες, κουκούτσια, σακκούλες, τάπες, καπάκια από μπουκάλια, φλούδες, ό,τι μπορούσε κανείς να φαντασθεί, πάχους τριάντα εκατοστών και πάνω, αποτελούσε το πολύτιμο χαλί στο μυστηριώδες… παλατάκι του και ασφαλώς το στρώμα του, αν βέβαια κοιμόταν οριζόντιος. Στους τοίχους του τα αποτυπώματα χυμένων καφέδων και τα ζουμιά πεταγμένων πορτοκαλλάδων και, αντί για κατοικίδια ζώα, όλων των ειδών τα ζωύφια, μυγάκια, κατσαρίδες και ποντίκια.
- Ευλογείτε, γέροντα, είπε χαρούμενος ο απλοϊκός συνοδοιπόρος μου.
- Ο Κύριος, απαντά νηφάλιος ο ηρωικός ασκητής, χωρίς να δείχνει καθόλου ενοχλημένος για τον οικολογικό περίγυρό του.
- Σου φέραμε λίγες ευλογίες, κάτι να φας, συνεχίζει δίχως ενδοιασμό ο μοναχός φίλος μου.
- Ω! καλοί πατέρες, πολύ ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ. Καλοί πατέρες. Πολύ ευχαριστώ, απαντά εκείνος.
Και παίρνοντας την σακκούλα με τις ευλογίες και συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει αυτές τις προτάσεις, με ιδιάζουσα δύναμη και εκφραστικότητα, πετούσε τις ντομάτες και τα ροδάκινα πάνω από τα κεφάλια μας στους τοίχους της καλύβης του. Τα χυμένα ζουμιά τους αποτυπώνουν την δική μου απορία που, σκυμμένος μη με πάρουν τα βόλια, προσπαθούσα να καταλάβω τη λογική της ευγνωμοσύνης του και, εντελώς ξαφνιασμένος, να αποτυπώσω το περιεχόμενο της ιδιότυπης μοναχικής προοπτικής του.
Αφού έσπασε τα μακαρόνια και τα έχυσε από το περίβλημά τους, αφού σκόρπισε τα μπισκότα όσο πιο μακρυά μπορούσε, φωνάζοντας «να φάνε τα πουλάκια· να φάνε τα πουλάκια», άρχισε να μιλάει για τον σταυρό του Χριστού, την προδοσία του Ιούδα και εν μέσω ασυνάρτητων κραυγών να δοξάζει το όνομα του Θεού.
Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει. Λίγο ακόμη και θα χάναμε το θέαμα. Θα χάναμε αυτό που ο π. Ηρωδίων έδειχνε. Μέσα όμως στη νύχτα τα δικής μου λογικής είχα αρχίσει να υποψιάζομαι λίγο απ’ αυτό που έκρυβαν τα σκουπίδια, τα ακαταλαβίστικα λόγια και φυσικά η εντελώς ακατανόητη λογική ενός σαλού για την αγάπη του Χριστού. Θυμήθηκα τον αββά Ισαάκ που, αναφερόμενος σ’ αυτούς τους ηρωικούς αγίους που ζουν «εν αταξίαις, εύτακτοι όντες», κατακλείει· «ταύτην την άνοιαν αξιώσει ημάς ο Θεός φθάσαι». Άραγε αυτή είναι η λογική για την οποία μιλούσε ο π. Παΐσιος;
Γύρισα πίσω για μια τελευταία κλεφτή ματιά. Το άσχημο από την φύση του και άγριο από τον τρόπο του πρόσωπό του έλαμπε υπερβατικά από την χάρι του Θεού. Ήταν τόση η λάμψη του που υποχρέωνε τα πήλινα μάτια μου και την «μη ορώσα» καρδιά μου σε ασυνήθιστες οράσεις άλλου είδους και άλλου κόσμου. Η μυστηριώδης όψη του μένει ακόμη βαθειά χαραγμένη στην μνήμη μου.
Έφυγα και ξαναβυθίστηκε στα σκουπίδια του εαυτού μου. Εκείνος έμεινε πατώντας πάνω στα σκουπίδια της λογικής αυτού του κόσμου. Τον σκεπτόμουν και θαύμαζα την αντοχή και τον ηρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ενώ αντιλαμβάνομαι την αξία και το μεγαλείο της λογικής του, δεν μπορώ να συλλάβω την δομή της. Σίγουρα η λογική είναι μεγαλύτερη εκτροπή από την διά Χριστόν σαλότητα. Ίσως όμως και ο σταυρός της να είναι τελικά βαρύτερος από τον σταυρό του π. Ηρωδίωνα.
Πάνω στο πανεπιστήμιο των σκουπιδιών και της σαλότητος, τόλμησα να προβάλω την λογική, την αίγλη και την φινέτσα της νωπής τότε εμπειρίας μου στο Harvard και το ΜΙΤ. Τότε άρχισαν τα σκουπίδια να ευωδιάζουν σαν λουλούδια, τα ζωύφια να μεταμορφώνονται σε πουλάκια, οι ξεσχισμένες σακκούλες σε πτυχία και δημοσιεύματα· και ο π. Ηρωδίων πολύ πιο «έξυπνος», πολύ πιο πετυχημένος από τους Νομπελίστες καθηγητές μου! Η λογική τους έμοιαζε με αγωνιστικό αυτοκίνητο· η λογική της διά Χριστόν σαλότητος με πύραυλο. Το πρώτο τρέχει μέχρι 320 χλμ. την ώρα. Το δεύτερο από 29.000 χλμ. την ώρα και πάνω. Το πρώτο κινείται οριζόντια. Το δεύτερο κατακόρυφα. Στην μία περίπτωση, αν υπερβείς το όριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στην δεύτερη, αν το ξεπεράσεις, εκτοξεύεσαι· ξεπερνάς την βαρύτητα της γης· διαφεύγεις· ελευθερώνεσαι. Οι πρώτοι, οι λογικοί, όσο κι αν τρέχουν πατάνε στην γη. Ο π. Ηρωδίων έφυγε από αυτόν τον κόσμο χωρίς να την έχει ακουμπήσει. Χωρίς να τον έχει ακουμπήσει…».
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος Χατζηνικολάου.
Απόσπασμα από το βιβλίο, «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ - Το υψηλότερο σημείο της γης»
Επιμέλεια: Ιωάννης Κωνσταντέλλης-GreekPress.gr